Γλαφυρά

Γλαφυρά
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 317 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ιωνίας. Το χωριό οφείλει την ονομασία του στην αρχαία πόλη Γλαφυραί ή Γλαφύραι, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βοιβηίδα και για την οποία ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν η μία από τις τέσσερις πόλεις των οποίων τον στρατό οδήγησε στην Τροία ο Εύμηλος, γιος του Αδμήτου. Κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τον Γλάφυρο. Ερείπια της σώζονται σε έναν απόκρημνο λόφο κοντά στο χωριό. Στα ερείπια αυτά ξεχωρίζουν ένα κατεστραμμένο πέτρινο τείχος. Η αρχαία πόλη συνέχισε να κατοικείται και στα κλασικά χρόνια, όπως μαρτυρούν και σχετικές επιγραφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γλαφύρα — Γλαφύρᾱ , Γλαφύρα fem nom/voc/acc dual Γλαφύρα fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαφύρᾳ — Γλαφύραι , Γλαφύρα fem nom/voc pl Γλαφύρᾱͅ , Γλαφύρα fem dat sg (attic doric aeolic) Γλαφύραι , Γλαφύραι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυρᾷ — γλαφυρός hollow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαφύρας — Γλαφύρᾱς , Γλαφύρα fem acc pl Γλαφύρᾱς , Γλαφύρα fem gen sg (attic doric aeolic) Γλαφύρᾱς , Γλαφύραι fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαφύραι — Γλαφύρα fem nom/voc pl Γλαφύρᾱͅ , Γλαφύρα fem dat sg (attic doric aeolic) Γλαφύραι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυράν — γλαφυρά̱ν , γλαφυρός hollow fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαφυράς — γλαφυρά̱ς , γλαφυρός hollow fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαφυρῶν — Γλαφύρα fem gen pl Γλαφύραι fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαφύραν — Γλαφύρα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”